- ἀπόμοιρα
- -ας ἡ N 1 0-0-1-0-0=1 Ez 45,20portion
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἀπομοίρᾳ — ἀπομοίρᾱͅ , ἀπόμοιρα portion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόμοιρα — ἀπόμοιρα, η (Α) μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + μοίρα (< μείρομαι) «μερίδιο, μερδικό»] … Dictionary of Greek
ἀπόμοιρα — portion fem nom/voc sg ἀπόμοιρος forming a branch neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομοίρας — ἀπομοίρᾱς , ἀπόμοιρα portion fem acc pl ἀπομοίρᾱς , ἀπόμοιρα portion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομοιράσας — ἀπομοιρά̱σᾱς , ἀπομοιράζω fut part act fem acc pl (doric) ἀπομοιρά̱σᾱς , ἀπομοιράζω fut part act fem gen sg (doric) ἀπομοιράσᾱς , ἀπομοιράζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόμοιραι — ἀπόμοιρα portion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόμοιραν — ἀπόμοιρα portion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)